συνυπόσχεση

συνυπόσχεση
η, Ν
υπόσχεση που δίνεται από πολλά άτομα μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνυπόσχομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνυπόσχεσις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”